- γλυπτός, -ή
- -ό1. ο σκαλισμένος, ο λαξευμένος: Γλυπτός διάκοσμος.2. το ουδ. ως ουσ., γλυπτό έργο γλυπτικής: Τα γλυπτά του Παρθενώνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυπτός — fit for carving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτός — ή, ό (AM γλυπτός, ή, όν) [γλύφω] 1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός 2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής μσν. τορνευτός, καλοφτιαγμένος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά τα λατομεία … Dictionary of Greek
γλυπτά — γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc pl γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc/acc dual γλυπτά̱ , γλυπτός fit for carving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτόν — γλυπτός fit for carving masc acc sg γλυπτός fit for carving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖς — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῖσι — γλυπτός fit for carving masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοί — γλυπτός fit for carving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτοῦ — γλυπτός fit for carving masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτούς — γλυπτός fit for carving masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυπτῆς — γλυπτός fit for carving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)